- εχτρεύομαι
- βλ. εχθρεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εχθρεύομαι — και εχτρεύομαι και οχτρεύομαι (ΑΜ ἐχθρεύω, Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) [εχθρός] διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, αισθάνομαι μίσος για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω … Dictionary of Greek